Η τελευταία πρόταση, η οποία αποδίδει χαρακτηριστικά τον τρόπο σκέψης των εξουσιαστών και των παρατρεχάμενών τους, θα μπορούσε άνετα να είναι η σύγχρονη προσθήκη στη γνωστή φράση από το 1984 του Τζόρτζ Όργουελ. Την Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου ο νέος Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξης, Γ. Σαββίδης, εξήγγειλε την άμεση εφαρμογή μέτρων για «πρόληψη της εγκληματικότητας, της τρομοκρατίας, καθώς και της παράνομης μετανάστευσης» που περιλαμβάνουν περιπολίες ένοπλων αστυνομικών της ΜΜΑΔ στην εντός των τειχών Λευκωσία. Οι περιπολίες ξεκίνησαν την επομένη της εξαγγελίας, ενώ από την Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου ξεκίνησαν και περιπολίες της Αστυνομίας και του Στρατού (!) στην νεκρή ζώνη μέσα στην παλιά πόλη. Όπως δήλωσε, «τα μέτρα, εκτός των άλλων, θα συμβάλουν στην εμπέδωση του αισθήματος ασφάλειας του κοινού».
Οι λόγοι με τους οποίους η κυβέρνηση τεκμηρίωσε την αναγκαιότητα των νέων αυτών μέτρων δεν είναι παρά απλές προφάσεις από την στιγμή που η εντός των τειχών πόλη δεν είναι σε καμία περίπτωση περιοχή με μεγαλύτερη εγκληματικότητα από άλλες περιοχές έτσι ώστε να δικαιολογούνται τόσο δραστικά μέτρα. Η αναφορά μάλιστα στην καταπολέμηση της «παράνομης μετανάστευσης» -όρου που δεν θα έπρεπε να χρησιμοποιείται πλέον στη δημόσια κι όχι μόνο ρητορική- μόνο ως γελοία μπορεί να χαρακτηριστεί την στιγμή που οι περιπολίες θα γίνονται σε μόλις ενάμιση από τα τριακόσια χιλιόμετρα της νεκρής ζώνης, ενώ η επίκληση του κινδύνου της τρομοκρατίας απλώς στερείται οποιασδήποτε λογικής βάσης, όσα σήματα της ιντερπόλ κι αν ισχυριστούν πως έχουν.
Η εφαρμογή των συγκεκριμένων μέτρων θα μπορούσε να ερμηνευθεί κι ως η προσπάθεια ενός νέου υπουργού να δείξει πυγμή μετά το φιάσκο με τις λανθασμένες ταυτοποιήσεις και συλλήψεις ατόμων μέσα από την πρώτη -ουσιαστικά- εφαρμογή της πολυδιαφημισμένης «κάρτας οπαδού» και με τον κ. Σαββίδη να ακολουθεί τα χνάρια του ανεκδιήγητου προκατόχου του. Πιθανώς να ισχύει και αυτό, ωστόσο δεν μπορούμε παρά να εντάξουμε αυτά τα μέτρα σε ένα γενικότερο πλαίσιο περαιτέρω στρατιωτικοποίησης της κοινωνίας καθώς και της καλλιέργειας της κουλτούρας του φόβου. Και για να μπορέσει η κοινωνία να «εμπεδώσει» (όπως είπε και ο ίδιος ο υπουργός) αυτή την κουλτούρα φόβου, είναι απαραίτητη η ύπαρξη και του εξωτερικού αλλά και του εσωτερικού «εχθρού».
Η εντός των τειχών Λευκωσία εξυπηρετεί την συντήρηση του εξωτερικού εχθρού από τη στιγμή που είναι μοιρασμένη. Μετά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων το 2003, και ιδίως μετά το άνοιγμα της Λήδρας, η παλιά πόλη είναι και τόπος συνεύρεσης και συναναστροφής πολλών ανθρώπων, οι οποίοι μπορούν πλέον να περπατήσουν με τα πόδια σε ολόκληρη την παλιά πόλη, μία διαδικασία που δίνει την αίσθηση ρήξης του διαχωρισμού και υπέρβασης των συνόρων που επέβαλαν οι εθνικιστές στην Κύπρο. Η παρουσία των στρατών βέβαια πάντοτε μας υπενθυμίζει την πραγματικότητα, ωστόσο οι περιπολίες γίνονται για να αναχαιτιστεί το όποιο αίσθημα επανένωσης είχε δημιουργηθεί και εν τέλει στόχο έχουν να «εμπεδωθεί» η διχοτόμηση της Κύπρου και η μετατροπή της πράσινης γραμμής σε σκληρό σύνορο της Ευρώπης- Φρούριο. Οι περιπολίες του στρατού κατά μήκος της πράσινης γραμμής θα παραμένουν συμβολική κίνηση εντυπωσιασμού, τουλάχιστον μέχρι την στιγμή που το δεκαοχτάχρονο παιδί που υποβάλλεται στην πλύση εγκεφάλου του στρατού ή/και είναι άυπνο από τις σκοπιές και τις περιπολίες πυροβολήσει κανέναν άνθρωπο που πέρασε για «εχθρό».
Από την άλλη όμως, οι περιπολίες στην εντός των τειχών πόλη από την αστυνομία δεν έχουν μόνο συμβολική σημασία. Δεν γίνονται μόνο για τον εντυπωσιασμό αλλά είναι κυρίως ουσιαστικές για την δημιουργία του εσωτερικού «εχθρoύ». Σε μία χώρα όπως η Κύπρος όπου κυριαρχεί η συναίνεση και οι όποιες αντιδράσεις και αμφισβήτηση των επιλογών της εξουσίας διατηρούνται σε ήπια επίπεδα, οι κατασταλτικοί μηχανισμοί του κράτους περιορίζονται μόνο σε σποραδικές εξάρσεις βίας με οπαδούς, ή ατομικές «πρωτοβουλίες» εκφοβισμού μεταναστών από μέλη της ΜΜΑΔ, όπως είχε πριν μερικούς μήνες έξω από τα γραφεία της ΚΙΣΑ. Είναι ξεκάθαρο ότι ο στόχος αυτών των περιπολιών είναι η πλήρης ενεργοποίηση των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους για να «εμπεδώσει» η κοινωνία την ύπαρξη «εχθρών» και για να τονωθούν τα ξενοφοβικά αντανακλαστικά των ψήφο-πελατών της κυβέρνησης.
Οι προφάσεις για πάταξη της “παράνομης μετανάστευσης, της εγκληματικότητας και της τρομοκρατίας” δεν είναι τίποτα άλλο από ρατσιστική στοχοποίηση και τρομοκράτηση των μεταναστών που ζούνε ή συνευρίσκονται στην παλιά πόλη, μιας και θα υπόκεινται σε συνεχείς ελέγχους και θα είναι έρμαια στις όποιες διαθέσεις επίδειξης ισχύος από τα “όργανα της τάξης”. Πέρα από τους μετανάστες, είναι πολύ πιθανό αποδέκτες αυτής της καταστολής να είναι και η νεολαία η οποία επίσης συνευρίσκεται στην πόλη, όπως φυσικά και οποιοδήποτε άτομο δεν συμβαδίζει με την κυρίαρχη κανονικότητα, αυξάνοντας έτσι σημαντικά τον αριθμό των ανθρώπων που θα αντιμετωπίζονται εχθρικά από το κράτος, χωρίς να είναι ποσοτικό το θέμα αλλά θέμα αρχής. Υπό τις συνθήκες αυτές το μέτρο των περιπολιών θα είναι σαν μία αυτοεκπληρούμενη προφητεία, μιας και η αύξηση της καταστολής θα εντείνει τις κοινωνικές εντάσεις, οδηγώντας πιθανώς και σε εξάρσεις βίας οι οποίες θα χρησιμοποιούνται ως δικαιολογία για περισσότερη καταστολή.
Καταλήγουμε λοιπόν στο συμπέρασμα ότι τα μέτρα αυτά δεν έχουν παρθεί για να εμπεδώσουμε ως κοινωνία το αίσθημα ασφάλειας αλλά για να εμπεδώσουμε την διχοτόμηση, την καταστολή και τον φόβο. Η μετατροπή της παλιάς πόλης σε μία αστυνομοκρατούμενη περιοχή θα θυμίζει περισσότερο στρατόπεδο συγκέντρωσης παρά «ασφαλές» κέντρο πόλης, ένα καινούριο σύνορο ουσιαστικά που θα χωρίζει τους «απόβλητους» εντός των τειχών από την υπόλοιπη κοινωνία. Για να μην κυριαρχήσει λοιπόν ο φόβος θα πρέπει να βρούμε τις συλλογικές μας αντιστάσεις, θα πρέπει να επιδείξουμε την απαραίτητη αλληλεγγύη γιατί στον κόσμο των αφεντικών είμαστε όλοι εν δυνάμει απόβλητοι.
Συσπείρωση Ατάκτων
Δεκέμβρης 2019